αλυσιτέλεια

αλυσιτέλεια
η бесполезность

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αλυσιτέλεια" в других словарях:

  • αλυσιτέλεια — η (Α ἀλυσιτέλεια) [ἀλυσιτελής] έλλειψη ωφέλειας ή κέρδους, το ανώφελο, το ασύμφορο, η ζημιά …   Dictionary of Greek

  • ἀλυσιτελείας — ἀλυσιτελείᾱς , ἀλυσιτέλεια damage fem acc pl ἀλυσιτελείᾱς , ἀλυσιτέλεια damage fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλυσιτελής — ές (Α ἀλυσιτελής) αυτός που δεν αποφέρει ωφέλεια ή κέρδος, ανώφελος, ασύμφορος αρχ. (για συμπτώματα ασθένειας) ο μη ευνοϊκός, ο δυσμενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + λυσιτελής*. ΠΑΡ. αλυσιτέλεια] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»